- ἐρῑνειός
ἐρῑνειός, ὁ, = ἐρινεός, Hes. frg. 108, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρῑνειός, ὁ, = ἐρινεός, Hes. frg. 108, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερινεός — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek