- ἐρᾱτύω
ἐρᾱτύω, dor. = ἐρητύω, Soph. O. C. 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρᾱτύω, dor. = ἐρητύω, Soph. O. C. 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερατύω — ἐρατύω (Α) ερητύω … Dictionary of Greek
ἐρατύω — ἐρᾱτύω , ἐρητύω restrain pres subj act 1st sg (doric) ἐρᾱτύω , ἐρητύω restrain pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερητύω — ἐρητύω και δωρ. ἐρατύω (Α) 1. αναστέλλω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, καταπνίγω 2. κρατώ μακριά, απομακρύνω από κάτι, αποτρέπω 3. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. από κάποιο ουσ. σε τυς (* ερη τυς)] … Dictionary of Greek