- ἐρί-μῡκος
ἐρί-μῡκος, laut brüllend, βοῦς Il. 20, 497 u. öfter; Hes. O. 788; ὀλολυγή Antp. Sid. 27 (VI, 219).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-μῡκος, laut brüllend, βοῦς Il. 20, 497 u. öfter; Hes. O. 788; ὀλολυγή Antp. Sid. 27 (VI, 219).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύμυκος — εὔμυκος, ον (Α) αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί μυχος, μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
ερίμυκος — ἐρίμυκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] … Dictionary of Greek