- ἐρίηρες
ἐρίηρες, οἱ, plur. metapl. vom Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρίηρες, οἱ, plur. metapl. vom Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρίηρες — ἐρίηρος faithful masc/fem nom/voc pl ἐρίηρος faithful masc/fem voc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίηρος — ἐρίηρος, ον, πληθ. ετερόκλ. ερίηρες) (Α) (συν. ως επίθ. τού εταίρος) στενά συνδεδεμένος, προσφιλής («ἐρίηρος έταῑρος» πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα… … Dictionary of Greek