- περί-οσμος
περί-οσμος, ringsherum, stark riechend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-οσμος, ringsherum, stark riechend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίοσμος — ον, Α αυτός που έχει δυνατή μυρωδιά («οἴνου περιόσμου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οσμος (< ὀσμή)] … Dictionary of Greek