- ἐρίκη
ἐρίκη, ἡ, v. l. für ἐρείκη an manchen Stellen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρίκη, ἡ, v. l. für ἐρείκη an manchen Stellen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερείκη — (erica). Επιστημονική ονομασία θάμνου της οικογένειας των ερεικιδών, γνωστού κυρίως με την ονομασία ρείκι. Υπάρχουν δύο κυρίως είδη ε., γνωστά με την επιστημονική ονομασία ερείκη η σακχαρώδης και ερείκη η δενδρώδης. * * * η (AM ἐρείκη και ἐρίκη)… … Dictionary of Greek
καληδόνια ορεογένεση — Η πρώτη από τις μεγάλες αναταραχές που επέδρασαν στον φλοιό της Γης κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα και προκάλεσαν την πτύχωση των πετρωμάτων και τη γένεση σημαντικών ορεινών αλυσίδων, ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Το… … Dictionary of Greek