ἐρί-ζωος

ἐρί-ζωος

ἐρί-ζωος, lange lebend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρασίζωον — Α (κατά τον Ησύχ.) «διασκεπτόμενος εἰς ζωήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φρασι τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φράσις) + ζωος (< ζωή), πρβλ. ἐρί ζωος] …   Dictionary of Greek

  • ερίζωος — ἐρίζωος, ον (Α) μακρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ζώος (< ζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”