- ἐρίφιον
ἐρίφιον, τό, dim. von ἔριφος, Athenio bei Ath. XIV, 661 b; auch N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρίφιον, τό, dim. von ἔριφος, Athenio bei Ath. XIV, 661 b; auch N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρίφιον — rubus agrestis neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφίων — ἐρίφιον rubus agrestis neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφια — ἐρίφιον rubus agrestis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίφιο — και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι( ν) και ρίφι( ν)) κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ ιον υποκοριστικό τής λ. έριφος*] … Dictionary of Greek
εριφιακό — ἐριφιακόν και ριφιακόν, τὸ (Μ) [ερίφιον] κρέας από μικρό κατσίκι … Dictionary of Greek
χοιρίημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ί ημα, κατά το ἐριφ ί ημα: ἐρίφιον (για ανάλογους τ. επεκταμένους με κατάλ. ημα, πρβλ. λέσχ ημα: λέσχη, προβάτ ημα: πρόβατον)] … Dictionary of Greek
Φυτάλης, Λάζαρος — (1831 – 1909). Έλληνας γλύπτης από την Τήνο. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν τα Δαβίδ και Ποιμήν κρατών ερίφιον, τα οποία φιλοτέχνησε με τον –επίσης γλύπτη– αδελφό του Γεώργιο. Τα έργα αυτά βραβεύτηκαν στην Αθήνα, το δεύτερο μάλιστα και στην… … Dictionary of Greek