ἐρίσχηλος

ἐρίσχηλος

ἐρίσχηλος, = λοίδορος, E. M. 374, 50 aus Parthen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐρίσχηλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισχήλοις — ἐρίσχηλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεσχελώ — ἐρεσχελῶ, έω (AM) (Α και ἐρεσχηλῶ) 1. αστειεύομαι 2. μιλάω επιπόλαια, ανόητα 3. φλυαρώ 4. αστειεύομαι με χυδαίες εκφράσεις μσν. διαπληκτίζομαι, ανταγωνίζομαι αρχ. 1. πειράζω κάποιον αστειευόμενος, στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον 2. βρίσκω κάποια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”