- ἐρί-σπορος
ἐρί-σπορος, αἶα, sehr besäet, Opp. C. 2, 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-σπορος, αἶα, sehr besäet, Opp. C. 2, 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίσπορος — ἐρίσπορος, ον (Α) ο σπαρμένος καλά («ἐρίσπορος αἶα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο ερι * + σπόρος] … Dictionary of Greek