- ἐρέψιμος
ἐρέψιμος, ον, zum Bedecken, zum Dache geschickt, gehörig, δένδρα ἐρέψιμα, Bäume zu Dachsparren, Plat. Critia. 111 c; ὕλη Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρέψιμος, ον, zum Bedecken, zum Dache geschickt, gehörig, δένδρα ἐρέψιμα, Bäume zu Dachsparren, Plat. Critia. 111 c; ὕλη Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερέψιμος — ἐρέψιμος, ον (Α) ο κατάλληλος για επιστέγαση («ἐρέψιμος ὕλη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεψις «επιστέγαση»] … Dictionary of Greek
ἐρέψιμος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέψιμον — ἐρέψιμος of masc/fem acc sg ἐρέψιμος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεψίμων — ἐρέψιμος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέψιμα — ἐρέψιμος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)