ἐράσμιος — lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εράσμιος — α, ο (AM ἐράσμιος, α, ον) [έραμαι] αυτός που σέ κάνει να τόν ερωτεύεσαι, θελκτικός, αξιαγάπητος («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», Ξεν.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐράσμιον με αξιαγάπητο τρόπο … Dictionary of Greek
ἐρασμιώτερον — ἐράσμιος lovely masc acc comp sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc comp sg ἐράσμιος lovely adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιώτατα — ἐράσμιος lovely adverbial superl ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιώτατον — ἐράσμιος lovely masc acc superl sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμίως — ἐράσμιος lovely adverbial ἐράσμιος lovely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράσμιον — ἐράσμιος lovely masc/fem acc sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιωτάτη — ἐράσμιος lovely fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιωτάτην — ἐράσμιος lovely fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιωτάτης — ἐράσμιος lovely fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιωτάτου — ἐράσμιος lovely masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)