ἐρημαῖος

ἐρημαῖος

ἐρημαῖος, p. = ἔρημος, νύξ, Emped. 185 u. öfter sp. D., wie Hosch. 3, 21. 63; αἰπόλια, Anton. ep. (IX, 102); ξύλοχος, Coluth. 42; Ap. Rh. öfter; τινός, beraubt, Crinag. 35 (IX, 439).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερημαίος — ἐρημαῑος, η, ον, ποιητ. τ. τού ἐρῆμος (AM) [έρημος] 1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.) 2. εγκαταλελειμμένος 3. στερημένος από κάτι 4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα τής ερημιάς, τής μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ»,… …   Dictionary of Greek

  • ἐρημαῖος — desolate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημαῖον — ἐρημαῖος desolate masc acc sg ἐρημαῖος desolate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημαῖαι — ἐρημαῖος desolate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημαῖοι — ἐρημαῖος desolate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημαία — ἐρημαί̱ᾱ , ἐρημαῖος desolate fem nom/voc/acc dual ἐρημαί̱ᾱ , ἐρημαῖος desolate fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημαίας — ἐρημαί̱ᾱς , ἐρημαῖος desolate fem acc pl ἐρημαί̱ᾱς , ἐρημαῖος desolate fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημαίων — ἐρημαί̱ων , ἐρημαῖος desolate fem gen pl ἐρημαί̱ων , ἐρημαῖος desolate masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ἐρημαίαις — ἐρημαί̱αις , ἐρημαῖος desolate fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημαίαισι — ἐρημαί̱αισι , ἐρημαῖος desolate fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”