ἐρημιάς

ἐρημιάς

ἐρημιάς, άδος, ἡ, = ἐρημάς, Theocr. 27, 62.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐρημίας — ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem acc pl ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημιά — ἐρημιάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ερημαίος — ἐρημαῑος, η, ον, ποιητ. τ. τού ἐρῆμος (AM) [έρημος] 1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.) 2. εγκαταλελειμμένος 3. στερημένος από κάτι 4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα τής ερημιάς, τής μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ»,… …   Dictionary of Greek

  • ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινιά — και σκοτείνια, η, Ν [σκοτεινός] 1. σκοτάδι, σκότος (α. «στής νυκτός τη σκοτεινιά», Σολωμ. β. «στη σκοτεινιά που ολόγυρά μου απλώνει», Γρυπ.) 2. μτφ. α) απουσία ζωής, ανυπαρξία («πιο καθάρια βλέπετε στη σκοτεινιά τού τάφου», Παλαμ.) β) έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινιάζω — Ν [σκοτεινιά] 1. (μτβ.) κάνω κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι (α. «έκλεισες την πόρτα και σκοτείνιασες το δωμάτιο» β. «κι η λάμψη κείνη που φεγγε, εδά μέ σκοτεινιάζει», Ερωτόκρ.) 2. (αμτβ.) γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • υλώδης — ες / ὑλώδης, ῶδες, ΝΑ [ύλη] ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ ἐρημίας ἦν», Θουκ.) αρχ. 1. υλικός 2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.) 3. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλερημία — ἡ, Α [φιλέρημος] η αγάπη τής ερημιάς, τής μοναξιάς …   Dictionary of Greek

  • Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”