- ἐρηρέδαται
ἐρηρέδαται, 3. Pers. perf. pass. zu ἐρείδω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρηρέδαται, 3. Pers. perf. pass. zu ἐρείδω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερηρέδαται — ἐρηρέδαται (Α) ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. τού ρ. ερείδω* … Dictionary of Greek
ἐρηρέδαται — ἐρείδω cause to lean perf ind pass 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρηρέδατ' — ἐρηρέδαται , ἐρείδω cause to lean perf ind pass 3rd pl (epic ionic) ἐρηρέδατο , ἐρείδω cause to lean plup ind pass 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek
reid- — reid English meaning: to lean on, support Deutsche Übersetzung: “anlehnen, stũtzen”? Material: Gk. ἐρείδω “lehne an, unterstũtze, dränge, strenge mich an” (Hom. ἐρηρέδαται for ριδ ), ἔρεισμα “pad”, ἀντ ηρίς ηρίδος ‘strebepfeiler … Proto-Indo-European etymological dictionary