ἐρανίστρια

ἐρανίστρια

ἐρανίστρια, , fem. zum Vorigen, Inscr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερανιστής — Τίτλος περιοδικών. 1. Αθηναϊκό περιοδικό που εκδιδόταν από το 1841 έως το 1843 με απάνθισμα άρθρων διαφόρων περιοδικών της εποχής. Το περιοδικό κυκλοφορούσε από το 1840, αλλά με τον τότε τίτλο Ευρωπαϊκός Ε. 2. Περιοδικό της Σμύρνης (1910 12). 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”