- ἐρνεσί-πεπλος
ἐρνεσί-πεπλος, von jungen Zweigen umhüllt, Orph. H. 29, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρνεσί-πεπλος, von jungen Zweigen umhüllt, Orph. H. 29, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερνεσίπεπλος — ἐρνεσίπεπλος, ον (Α) (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που περιβάλλεται με έρνη, (= νεαρά βλαστήματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρνεσι μορφή με την οποία απαντά ο τ. έρνος ως α’ συνθετικό (κατά τα ελκεσι πεπλος, τερψιμ βροτος) + πέπλον] … Dictionary of Greek