- ἐριώπης
ἐριώπης, ὁ, u. fem. ἐριῶπις, großäugig, Letzteres Hom. ep. 1, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐριώπης, ὁ, u. fem. ἐριῶπις, großäugig, Letzteres Hom. ep. 1, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριώπης — ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α) αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + ωπης (< *ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό πρβλ. ελίκ ωψ, μύ ωψ + κατάλ. ης)] … Dictionary of Greek
ἐριῶπα — ἐριώπης large eyed masc voc sg ἐριώπης large eyed masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριώπην — ἐριώπης large eyed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek