- ἐρεβ-ώδης
ἐρεβ-ώδης, ες, erebusartig, dunkel, ϑάλασσα, p. bei Plut. superst. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεβ-ώδης, ες, erebusartig, dunkel, ϑάλασσα, p. bei Plut. superst. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοφινώδης — κοφινώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κοφίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ερεβ ώδης, πορ ώδης)] … Dictionary of Greek