ἐρείκη

ἐρείκη

ἐρείκη, , Heidekraut, eine strauchartige Gattung, erica arborea, Aesch. Ag. 286; Theocr. 5, 64 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐρείκη — ἐρέικη fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐρείκη heath fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείκῃ — ἐρέικη fem dat sg (attic epic ionic) ἐρέικω pres subj mp 2nd sg ἐρέικω pres ind mp 2nd sg ἐρέικω pres subj act 3rd sg ἐρείκη heath fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερείκη — (erica). Επιστημονική ονομασία θάμνου της οικογένειας των ερεικιδών, γνωστού κυρίως με την ονομασία ρείκι. Υπάρχουν δύο κυρίως είδη ε., γνωστά με την επιστημονική ονομασία ερείκη η σακχαρώδης και ερείκη η δενδρώδης. * * * η (AM ἐρείκη και ἐρίκη)… …   Dictionary of Greek

  • ἐρείκην — ἐρέικη fem acc sg (attic epic ionic) ἐρέικω pres inf act (doric aeolic) ἐρείκη heath fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείκης — ἐρέικη fem gen sg (attic epic ionic) ἐρείκη heath fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρείκι — Φυτό του βοτανικού γένους Ερείκη, της σημαντικής οικογένειας των Ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο κοινά είδη της ελληνικής χλωρίδας, που είναι και τα πιο γνωστά της οικογένειας, είναι ερείκη η σαρκόχροη και ερείκη η δενδρώδης. Η πρώτη είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἐρείκας — ἐρείκᾱς , ἐρέικη fem acc pl ἐρείκᾱς , ἐρέικη fem gen sg (doric aeolic) ἐρείκᾱς , ἐρείκη heath fem acc pl ἐρείκᾱς , ἐρείκη heath fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερείκινος — ἐρείκινος και ἐρίκινος, η, ον (Α) [ερείκη] αυτός που ανήκει στην ερείκη ή είναι κατασκευασμένος από ερείκη («ξύλα ἐρίκινα») …   Dictionary of Greek

  • Bruyère — Pour les articles homonymes, voir Bruyères (homonymie). Nom vernaculaire ou nom normalisé ambigu : Le terme « Bruyère » s applique en français à plusieurs taxons distincts …   Wikipédia en Français

  • ερείκιον — ἐρείκιον, τὸ (Α) 1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον) 2. πληθ. τὰ ἐρείκια εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. ιον, από το οποίο με σίγηση τού αρχικού άτονου ε… …   Dictionary of Greek

  • ερεικηρόν — ἐρεικηρόν κολλούριον, τὸ (Α) [ερείκη] κολλύριο που παρασκευάζεται από ερείκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”