- ἐργάθω
ἐργάθω u. ἐεργάθω, p. = εἴργω, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαϑεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαϑεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben εἰργάϑω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐργάθω u. ἐεργάθω, p. = εἴργω, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαϑεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαϑεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben εἰργάϑω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργάθω — ἐργάθω και ἐργαθῶ, έω (Α) 1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν … Dictionary of Greek
u̯erĝ-1, u̯reĝ- — u̯erĝ 1, u̯reĝ English meaning: to close, enclose; pen Deutsche Übersetzung: “abschließen, einschließen; Hũrde” Note: extension from u̯er 5. Material: O.Ind. vrajá m. “ hurdle, Umhegung”, vr̥jana m. “Umhegung, Einfriedigung … Proto-Indo-European etymological dictionary