- περί-βληχρος
περί-βληχρος, sehr schwach, Ap. Rh. 4, 620.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-βληχρος, sehr schwach, Ap. Rh. 4, 620.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίβληχρος — ον, Α 1. πολύ άτονος, αδύνατος, αποχαυνωμένος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) περίβληχρον μέχρι ατονίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βληχρός «ήσυχος, άτονος, αδύνατος»] … Dictionary of Greek