ἐργάτις

ἐργάτις

ἐργάτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἐργάτης, bewirkend, μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν Aesch. Prom. 459; vgl. μέλισσα μέλιτος ἐργ. Luc. Hale. 7; νέκταρος, Bienen, Antiphil. 29 (IX, 404); ἀενάων σελίδων, Dichterinnen, Antip. Th. 23 (IX, 26); πολιτεία ἐργ. τῶν ἀγαϑῶν D. H. 2, 76; – arbeitsam, thätig, γλῶσσαν μὲν ἀργόν, χεῖρα δ' εἶχον ἐργάτιν Soph. Phil. 97; γυναῖκες Her. 5, 13; von den Bienen, Arist. H. A. 9, 40 u. a. Sp. – Um Lohn arbeitend, Μοῖσα οὐκ ἐργάτις Pind. I. 2, 6; – Beiname der Athene, = ἐργάνη, Hesych.; – γυνή, Hure, Archil. u. VLL.; Κύπριδος Macedon. 7 (V, 245).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐργάτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάτις — η βλ. εργάτης …   Dictionary of Greek

  • ἐργάτιδας — ἔργατις workwoman fem acc pl ἐργάτις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτιδες — ἔργατις workwoman fem nom/voc pl ἐργάτις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτιδος — ἔργατις workwoman fem gen sg ἐργάτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτιν — ἐργάτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ergátis — ERGÁTIS, ĭdis, Gr. Ἐργάτις, ιδος, ist bey den Samiern mit vorhergehendem einerley. Hesych. in Ἐργάτις, s. p. 372 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …   Dictionary of Greek

  • πυρεργάτις — ἡ, Μ (ενν. τέχνης) αυτή που εργάζεται χρησιμοποιώντας τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἐργάτις, θηλ. του ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”