ἐρι-θηλής

ἐρι-θηλής

ἐρι-θηλής, ές, sehr wachsend, üppig sprossend, von Bäumen u. Pflanzen, Il. 10, 467. 17, 53; ποίη, Theocr. 25, 132; φυτόν, Opp. 2, 490; von Saatfeldern, fruchtbar, Il. 5, 90; Ap. Rh. 2, 723; übertr., εὐνομίη, Byz. an. 26 (Plan. 72).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… …   Dictionary of Greek

  • πανθηλής — και δωρ. τ. πανθαλής, ές, Α 1. (για φυτό) γεμάτος με τρυφερά κλαδιά 2. (για τόπο) κατάφυτος από κάθε είδους δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηλής (< θηλέω* «θάλλω, βλαστάνω»), πρβλ. ερι θηλής, νεο θηλής] …   Dictionary of Greek

  • εριθηλής — ἐριθηλής, ές (Α) 1. (για φυτά, κήπους κ.λπ.) αυτός που είναι καταπράσινος, που θάλλει, που έχει πλούσιο καταπράσινο φύλλωμα («δάφνης ἐριθηλέος ὄζον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + θηλής (αντί θαλής) (< θηλώ «θάλλω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”