- ἐρι-ηχής
ἐρι-ηχής, ές, laut tönend, Greg. ep. (VIII, 5); Opp. Hal. 3, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-ηχής, ές, laut tönend, Greg. ep. (VIII, 5); Opp. Hal. 3, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριηχής — ἐριηχής, ές αυτός που ηχεί δυνατά, ο ερίγδουπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ηχής (< ήχος)] … Dictionary of Greek