- ἐρι-ουργία
ἐρι-ουργία, ἡ, Wollarbeit, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-ουργία, ἡ, Wollarbeit, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοσσουργία — κολοσσουργία, ἡ (Α) η κατασκευή κολοσσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι ουργία, κηπ ουργία] … Dictionary of Greek
καματουργία — καματουργία, ἡ (Α) επίπονη εργασία, κοπιαστικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι ουργία, ιερουργία] … Dictionary of Greek