- ἐρι-ουργός
ἐρι-ουργός, in Wolle arbeitend, Wollarbeiter, D. Cass. 79, 7 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-ουργός, in Wolle arbeitend, Wollarbeiter, D. Cass. 79, 7 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασσιτερουργός — ο (Α κασσιτερουργός) αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ερι ουργός, ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek
κεφαλουργός — κεφαλουργός, ὁ (Α) ο επικεφαλής, ο επιστάτης εργατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ουργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ερι ουργός] … Dictionary of Greek
κλινουργός — κλινουργός, ὁ (Α) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ουργός < ἔργον (πρβλ. ερι ουργός, ταπητ ουργός)] … Dictionary of Greek
ζυτουργείον — ζυτουργεῑον, τὸ (Α) πάπ. το ζυθουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύτος + ουργειο (< ουργός < έργο), πρβλ. ελαι ουργείο, ερι ουργείο] … Dictionary of Greek
καματουργία — καματουργία, ἡ (Α) επίπονη εργασία, κοπιαστικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι ουργία, ιερουργία] … Dictionary of Greek
κολοσσουργία — κολοσσουργία, ἡ (Α) η κατασκευή κολοσσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι ουργία, κηπ ουργία] … Dictionary of Greek