- ἐριο-πώλης
ἐριο-πώλης, ὁ, Wollhändler, Poll. 7, 28. 196.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐριο-πώλης, ὁ, Wollhändler, Poll. 7, 28. 196.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριοπώλης — ἐριοπώλης, ὁ (Α) ο πωλητής ή ο έμπορος ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + πώλης (< πωλώ)] … Dictionary of Greek