- ἐριο-πλύτης
ἐριο-πλύτης, ὁ, Wollenwäscher, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐριο-πλύτης, ὁ, Wollenwäscher, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωθωνοπλύτης — κωθωνοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που έπλενε και καθάριζε κωβιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων + πλύτης (< πλύνω), πρβλ. εριο πλύτης, ποτηρο πλύτης] … Dictionary of Greek
εριοπλύτης — ἐριοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που πλένει ή λευκαίνει έρια, γναφέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + πλύτης (< πλύνω)] … Dictionary of Greek