- ἐρι-δῑνής
ἐρι-δῑνής, ές, sehr wirbelnd, Tryph. 231.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-δῑνής, ές, sehr wirbelnd, Tryph. 231.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριδινής — ἐριδινής, ές (Α) αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτατικό μόριο) + δινής (< δίνος «περιστροφή»] … Dictionary of Greek