- ἐρεβίνθειος
ἐρεβίνθειος, = -ϑιαῖος, Διόνυσος Zenob. 3, 83, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων. S. ἐρεβίνϑινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεβίνθειος, = -ϑιαῖος, Διόνυσος Zenob. 3, 83, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων. S. ἐρεβίνϑινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερεβίνθειος — α, ο (Α ἐρεβίνθειος, ον) [ερέβινθος] ο κατασκευασμένος από ρεβίθι αρχ. παροιμ. «ἐρεβίνθειος Διόνυσος» λέγεται γι’ αυτούς που δεν έχουν καμιά αξία … Dictionary of Greek
ἐρεβίνθεια — ἐρεβίνθειος of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)