- ἐρι-γάστωρ
ἐρι-γάστωρ, ορος, dickbäuchig, Nic. Al. 344.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-γάστωρ, ορος, dickbäuchig, Nic. Al. 344.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριγάστωρ — ἐριγάστωρ, ὁ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + γάστωρ (< γαστήρ)] … Dictionary of Greek