- ἐρι-κτέανος
ἐρι-κτέανος, sehr begütert, Opp. C. 1, 312; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-κτέανος, sehr begütert, Opp. C. 1, 312; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκτέανος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερι κτέανος] … Dictionary of Greek