- ἐργατήσιος
ἐργατήσιος, einträglich, ergiebig, χώρα Plut. Cat. mai. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐργατήσιος, einträglich, ergiebig, χώρα Plut. Cat. mai. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργατήσιος — ἐργατήσιος, ία, ιον (Α) φρ. «ἐργατήσιος χώρα» χώρα που παρέχει εισόδημα, εύφορη … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek