ἐρι-βρύχης

ἐρι-βρύχης

ἐρι-βρύχης, , = Folgdm, ταῦρος Hes. Th. 832; πόντος, λέων, Opp. H. 1, 476. 709.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εριβρύχης — ἐριβρύχης, ὁ (Α) 1. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω μένος ἄσχετον», Ησίοδ.) 2. μτφ. (για το πέλαγος) («πόντον ἐριβρύχην» τη θάλασσα που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρύχης (< βρυχώμαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”