- ἐρι-φλεγής
ἐρι-φλεγής, ές, sehr brennend, Nonn. D. 26, 33 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-φλεγής, ές, sehr brennend, Nonn. D. 26, 33 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριφλεγής — ἐριφλεγής, ές (AM) αυτός που φλέγει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. επιτ. μόριο ερι + φλεγής (< φλέγω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ζα φλεγής, πυρι φλεγής)] … Dictionary of Greek
ημιφλεγής — ές ἡμίφλεκτος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεγης (< φλέγος, το), πρβλ. ερι φλεγής, πυρι φλεγής] … Dictionary of Greek