- περί-δουπος
περί-δουπος, dumpf umtönend, Tzetz. PH. 457.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-δουπος, dumpf umtönend, Tzetz. PH. 457.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίδουπος — ον, Μ αυτός τού οποίου ο γδούπος, ο υπόκωφος ήχος, απλώνεται ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δοῦπος «γδούπος, θόρυβος»] … Dictionary of Greek
περιδουπώ — έω, Α αντηχώ υπόκωφα, ο γδούπος μου απλώνεται ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δουπῶ (< δοῦπος, «γδούπος, θόρυβος»)] … Dictionary of Greek