- ἐρευθήεις
ἐρευθήεις, εσσα, εν, roth, Ap. Rh. 1, 727; Nic. Th. 899, v. l. ἐρευϑηΐς, ίδος, als fem. dazu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρευθήεις, εσσα, εν, roth, Ap. Rh. 1, 727; Nic. Th. 899, v. l. ἐρευϑηΐς, ίδος, als fem. dazu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερευθήεις — ἐρευθήεις, εσσα, εν (Α) [έρευθος] ερυθρός («μέση μὲν ἐρευθήεσσα τέτυκτο», Απολλ. Ρόδ.)· … Dictionary of Greek
ἐρευθήεις — red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήεντι — ἐρευθήεις red masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήεσσα — ἐρευθήεις red fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευθής — ἐρευθής, ές και ἐρευθήεις, εσσα, εν (Α) [έρευθος] ερυθρός, κόκκινος … Dictionary of Greek