- ἐρευθαλέος
ἐρευθαλέος, roth, Nonn. D. 12, 359.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρευθαλέος, roth, Nonn. D. 12, 359.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερευθαλέος — ἐρευθαλέος, η, ον ερυθρός, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος)] … Dictionary of Greek
ἐρευθαλέη — ἐρευθαλέος ruddy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθαλέην — ἐρευθαλέος ruddy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθαλέης — ἐρευθαλέος ruddy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… … Dictionary of Greek