- ἐρευνητήρ
ἐρευνητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Nonn. D. 2, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρευνητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Nonn. D. 2, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερευνητήρ — ἐρευνητήρ, ὁ (Α) [ερευνώ] ερευνητής … Dictionary of Greek
ἐρευνητῆρα — ἐρευνητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνητῆρες — ἐρευνητήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνητῆρι — ἐρευνητήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνητῆρος — ἐρευνητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευνητής — ο θηλ. ερευνήτρια (AM ἐρευνητής, θηλ. ἐρευνήτρια* Α και ἐρευνητήρ, ο) [ερευνώ] αυτός που ερευνά, που εξετάζει, ο εξεταστής νεοελλ. 1. ο μελετητής (α. «ερευνητής ψυχολογικών φαινομένων» β. «ερευνητής μεσαιωνικής ιστορίας») 2. (φωτογρ.) εξάρτημα… … Dictionary of Greek