περί-δακρυς, = Folgdm, Schol. Eur. Phoen. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύνδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ γεμάτος δάκρυα, ένδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. περί δακρυς] … Dictionary of Greek
υπόδακρυς — υ, Μ κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δάκρυ (πρβλ. περί δακρυς)] … Dictionary of Greek