- ἐρεσία
ἐρεσία, ἡ, s. εἰρεσία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεσία, ἡ, s. εἰρεσία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Lesbianismo — La palabra lesbiana puede hacer referencia a una identidad, un deseo o una determinada conducta entre mujeres … Wikipedia Español
ερετικός — ή, ό (AM ἐρετικός, ή, όν) [ερέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κωπηλασίας νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικό το πλήρωμα τών κωπηλατών στα… … Dictionary of Greek