- ἐρι-σφάραγος
ἐρι-σφάραγος, laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-σφάραγος, laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιγυσφάραγος — λιγυσφάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί διαπεραστικά («λιγυσφαράγων... φορμίγγων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «σφριγώ»), πρβλ. ερι σφάραγος] … Dictionary of Greek
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek