ἐρασι-πλόκαμος

ἐρασι-πλόκαμος

ἐρασι-πλόκαμος, lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλιπλόκαμος — καλλιπλόκαμος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίες πλεξούδες («Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πλόκαμος (< πλόκαμος «βόστρυχος»), πρβλ. ερασι πλόκαμος, πολιο πλόκαμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”