- περί-δειρον
περί-δειρον, τό, nach Poll. 2, 135 ἡ σύμπασα τοῦ αὐχένος περιαγωγή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-δειρον, τό, nach Poll. 2, 135 ἡ σύμπασα τοῦ αὐχένος περιαγωγή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίδειρον — τὸ, Α 1. η περιφέρεια τού τραχήλου 2. (κατά τον Ησύχ.) «περίδειρον τὸ κατώτατον τῆς περιγραφῆς τοῡ τραχήλου». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δειρον (< δειρή / δέρη «λαιμός, τράχηλος»)] … Dictionary of Greek