- ἐρω-μανία
ἐρω-μανία, ἡ, Liebesraserei, rasende Liebe, Rufin. 5 (V, 47); ϑαλερή Agath. 15 (V, 220). Vgl. ἐρωτομανία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρω-μανία, ἡ, Liebesraserei, rasende Liebe, Rufin. 5 (V, 47); ϑαλερή Agath. 15 (V, 220). Vgl. ἐρωτομανία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερωμανής — ές (AM ἐρωμανής, ές) ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.) αρχ. αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.). επίρρ... ἐρωμανῶς μσν. με μανία, με σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω ς + μανής… … Dictionary of Greek
ηδυμανής — ἡδυμανής, ές (Α) ο γεμάτος γλυκιά μανία, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, ερω μανής, θεο μανής)] … Dictionary of Greek