- ἐρωτίς
ἐρωτίς, ίδος, ἡ, die Geliebte, das Liebchen, oder Liebesgöttinn, Theocr. 4, 59; – αἱ ἐρωτίδες νῆσοι, Liebesinseln, Crinag. 46 (VII, 628).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρωτίς, ίδος, ἡ, die Geliebte, das Liebchen, oder Liebesgöttinn, Theocr. 4, 59; – αἱ ἐρωτίδες νῆσοι, Liebesinseln, Crinag. 46 (VII, 628).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερωτίς — ἐρωτίς, ἡ (Α) [έρως] 1. η αγαπημένη, η ερωμένη 2. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον έρωτα («ἐρωτίδες νῆσοι» νησιά τού έρωτα) … Dictionary of Greek
ἐρωτίδα — ἐρωτίς loved one fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτίδες — ἐρωτίς loved one fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)