ἐρωτο-πλάνος

ἐρωτο-πλάνος

ἐρωτο-πλάνος, von der Liebe ableitend, die Liebe täuschend, φϑόγγος, Mel. 112 (VII, 195).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοσμοπλάνος — κοσμοπλάνος, ὁ (Α) αυτός που πλανεύει τον κόσμο, λαοπλάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλάνος (< πλανῶ), πρβλ. ερωτο πλάνος, λαο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • λαοπλάνος — ο (AM λαοπλάνος) αυτός που παρασύρει και εξαπατά τον λαό με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πλάνος (< πλανώ), πρβλ. ερωτο πλάνος, μυθο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλάνος — μυθοπλάνος, ον (Α) μυθώδης, πλαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + πλάνος (< πλανώ), πρβλ. ερωτο πλάνος, λαο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • νυχτοπλάνος — ο αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. ερωτο πλάνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”