- ἐρυθρο-ειδής
ἐρυθρο-ειδής, ές, von röthlichem Ansehen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυθρο-ειδής, ές, von röthlichem Ansehen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκινοειδής — κοκκινοειδής, ές (Α) (σχόλ.) αυτός που μοιάζει με τον ερυθρό κόκκο από τον οποίο παράγεται κόκκινο χρώμα, κόκκινη βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek