ἐρυθραίνω

ἐρυθραίνω

ἐρυθραίνω, roth machen, röthen (ἐρεύϑω, ἐρυϑρός), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῠς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυϑραίνεσϑαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυϑραίνων Hdn. 5, 6, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερυθραίνω — (AM ἐρυθραίνω Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) [ερυθρός] 1. κάνω κάτι κόκκινο 2. είμαι κόκκινος 3. παθ. ερυθραίνομαι κοκκινίζω αρχ. (για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῡτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» …   Dictionary of Greek

  • ερυθαίνω — βλ. ερυθραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερυθρός] …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • κατερυθραίνω — (Α) (επιτ. τ. τού ερυθραίνω) βάφω κάτι κατακόκκινο …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: 5c, 8c ն. ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ եւ ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑρυθραίνω rubore suffundo καταφοινίσσω purpureum reddo. Շառագոյն կացուցանել. *Զիա՛րդ մոլեցցուցանէ բարկութիւն, եւ պատկառանք շառագունացուցանեն արեամբ. Առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: 5c, 8c ն. ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ եւ ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑρυθραίνω rubore suffundo καταφοινίσσω purpureum reddo. Շառագոյն կացուցանել. *Զիա՛րդ մոլեցցուցանէ բարկութիւն, եւ պատկառանք շառագունացուցանեն արեամբ. Առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”